- ηπατοφάγος
- ἡπατοφάγος, -ον (Μ)αυτός που τρώει το ήπαρ («ἡπατοφάγος λέων»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ηπατο- (< ήπαρ) + -φαγος (θ. φαγ- πρβλ. έ-φαγον), πρβλ. ανδρο-φάγος, ανθρωπο-φάγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… … Dictionary of Greek